- ολιγοστεύω
- βλ. λιγοστεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολιγοστεύω — βλ. λιγοστεύω … Dictionary of Greek
λιγοστεύω — και ολιγοστεύω 1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα») 2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός] … Dictionary of Greek